- κωρυκίς
- κωρῠκίς, ίδος, ἡ, Dim. ofA
κώρυκος 1.1
, Epich.113, Ar.Fr.415.II leaf-gall in elms, Thphr.HP3.14.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κώρυκος 1.1
, Epich.113, Ar.Fr.415.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κωρυκίς — κωρυκίς, ίδος, ἡ (Α) [κώρυκος] 1. αυτή που είχε σχέση με τον Κώρυκο τής Ιωνίας 2. μικρός δερμάτινος σάκος, σακίδιο 3. αρρώστια τών φύλλων τής φτελιάς που οφείλεται σε δήγμα εντόμου … Dictionary of Greek
κωρυκίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κωρυκίς — Κωρύκιος fem nom sg Κωρυκίς fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωρυκίδα — κωρυκίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωρυκίδες — κωρυκίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωρυκίσι — κωρυκίς fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίλορνις — όρνιθος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που αγαπά τα πουλιά 2. αυτός που είναι αγαπητός στα πουλιά («ἔνθα Κωρυκὶς πέτρα κοίλη, φίλορνις», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ὄρνις, ιθος «πουλί, πετεινός» (πρβλ. πολύ ορνις)] … Dictionary of Greek
Κωρυκίδα — Κωρύκιος fem acc sg Κωρυκίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κωρυκίδες — Κωρύκιος fem nom/voc pl Κωρυκίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κωρυκίσι — Κωρύκιος fem dat pl Κωρυκίς fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)